- φυρδαν
- φύρδανφύρδᾱνadv. дор. = φύρδην См. φυρδην
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φύρδαν — φύρδᾱν , φύρδην in utter confusion doric (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύρδην — ΝΑ, και δωρ. τ. φύρδαν Α επίρρ. νεοελλ. φρ. «φύρδην μίγδην» τελείως ανακατεμένα, ανάκατα, με πλήρη ακαταστασία ή σε πλήρη σύγχυση αρχ. ανακατεμένα, ακατάστατα (α. «φύρδην ἐμάχοντο καὶ πεζοὶ καὶ ἱππεῑς», Ξεν. β. «φύρδην πάντα ἐπράττετο», Πολ.).… … Dictionary of Greek